βλαμμα

βλαμμα
    βλάμμα
    -ατος τό вред, ущерб Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βλαμμα" в других словарях:

  • βλάμμα — βλάμμα, το (Α) [βλάπτω] η βλάβη …   Dictionary of Greek

  • βλάμμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαμμάτων — βλάμμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάμματα — βλάμμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάμματι — βλάμμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»